Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ο μύθος του Ηρός

Πλάτων
Ο Σωκράτης λοιπόν αφηγείται ότι ο Ήρ σκοτώθηκε στον πόλεμο και όταν μετά από 10 ημέρες μάζεψαν τους νεκρούς το δικό του σώμα συλλέχτηκε άσηπτο. Το μεταφέρουν στην πατρίδα του για να ταφεί, και 12 ημέρες μετά τον θάνατό του, εβρισκόμενο πάνω στην πυρά αναβιώνει και αρχίζει να διηγείται όσα είχε δει κατά την διάρκεια του ύπνου του.

Είπε λοιπόν ο Ηρ ότι αφού βγήκε από το σώμα του, η ψυχή του ξεκίνησε την πορεία της μαζί με άλλους ώσπου έφθασε σε ένα θαυμαστό τόπο όπου σε ένα σημείο της γης υπήρχαν δύο χάσματα, το ένα μετά το άλλο, και ακριβώς αντικριστά στον ουρανό άλλο δύο προς τα πάνω. 

Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές και όταν τελείωναν μια δίκη, πρόσταζαν τους δίκαιους να πορευτούν στον δρόμο που ήταν δεξιά και προς τα πάνω, κατά μήκος του ουρανού, αφού πρώτα τους τοποθετούσαν ένα σημάδι μπροστά τους το οποίο φανέρωνε την απόφαση των δικαστών, ενώ αντίθετα τους άδικους τους πρόσταζαν να πορευτούν στον δρόμο που ήταν αριστερά και κάτω έχοντας τοποθετήσει και σε εκείνους σημάδι στην πλάτη σχετικά με τις πράξεις που έχουν κάνει. Αφού προσήλθε και ο Ηρ, του είπαν ότι εκείνος χρειάζεται να γίνει αγγελιαφόρος στους ανθρώπους για να τους διηγηθεί όσα γίνονταν εκεί, και τον πρόσταξαν να ακούει και να βλέπει όλα όσα γίνονταν σε κείνο τον τόπο.


αρκάνα 10 - Η Ανταμοιβή
Είδε λοιπόν εκεί να πηγαίνουν σε καθένα από δύο χάσματα του ουρανού και της γης οι ψυχές όλο δίψα και σκόνη, και από το άλλο να κατεβαίνουν άλλες ψυχές καθαρές. Όσες ψυχές έφθαναν εκεί κάθε φορά φαίνονταν πως έρχονταν από μεγάλη πορεία και πήγαιναν ευχαριστημένες στο λιβάδι να κατασκηνώσουν σαν σε πανηγύρι και αγκαλιάζονταν αναμεταξύ τους όσες γνωρίζονταν και ρωτούσαν να μάθουν οι ψυχές που είχαν φθάσει από την γή για όσα γίνονταν εκεί ενώ όσες έρχονταν από τον ουρανό για όσα γίνονται στη γη. Και διηγούνταν μεταξύ τους και όσες ψυχές θυμόντουσαν τα παθήματα που τους είχαν συμβεί κάτω από τη γη κλαίγανε. Αυτή η πορεία λέει ο Ηρ διαρκούσε χίλια χρόνια. {1000=>10: Η Σαμσάρα/ ταρωτ 10} 

Ενώ εκείνες που έρχονταν από τον ουρανό διηγούνταν τις ευχαριστήσεις και όσα αφάνταστης ωραιότητας είδαν. Για όσες αδικίες είχε κάνει ο καθένας είχε τιμωρηθεί ίσες φορές και για όσους ανθρώπους είχε αδικήσει δέκα φορές για τον καθένα και διαρκούσε η κάθε τιμωρία εκατό χρόνια, επειδή τόση υπολογίζεται η ανθρώπινη ζωή. Για να εκτίσουν δέκα φορές την ποινή κάθε άδικης πράξης. Για παράδειγμα εκείνοι που ήταν οι αίτιοι για τον θάνατο πολλών ανθρώπων, έχοντας προδώσει είτε πόλεις ή στρατόπεδα ή αυτοί που έριξαν πολλούς στη δουλεία ή που ήταν οι υπεύθυνοι για κάποιο άλλο κακούργημα, για όλα αυτά με δεκαπλάσιους πόνους για το καθένα τιμωρούνταν, ενώ από την άλλη οι άνθρωποι που είχαν κάνει κάποιες ευεργεσίες και υπήρξαν δίκαιοι και ευσεβείς, ανάλογη με αυτά έπαιρναν την ανταμοιβή τους. Γι αυτούς που πέθαιναν στην αρχή της ζωής τους ή έζησαν για λίγο έλεγε κάποια άλλα πράγματα, όχι αξιομνημόνευτα όπως αφηγείται ο Σωκράτης. Για την ευσέβεια και την ασέβεια απέναντι στους θεούς και στους γονείς καθώς και για τους φόνους που έκαναν κάποιοι με τα χέρια τους διηγιόταν ακόμα μεγαλύτερες αμοιβές.

Έλεγε ο Ηρ πως ήταν παρών όταν κάποιος ρώτησε έναν άλλο που είναι ο μέγας Αρδιαίος. Αυτός είχε γίνει κάποτε τύραννος σε κάποια πόλη της Παμφυλίας και είχε συμπληρώσει εκείνη τη χρονιά χίλια χρόνια, είχε σκοτώσει τον γέρο πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι έκανε πολλά άλλα ανόσια εγκλήματα, όπως λέγονταν. Είπε λοιπόν πως αυτός που ρωτήθηκε έδωσε αυτή την απάντηση: « Δεν ήρθε, ούτε θα έρθει ξανά εδώ. Είδαμε πράγματι ανάμεσα στα άλλα φοβερά θεάματα και τούτο: σαν φτάσαμε στο στόμιο κι επρόκειτο να βγούμε έξω, έχοντας περάσει και όλα τα υπόλοιπα, αίφνης είδαμε τον Αρδιαίο μαζί με άλλους που σχεδόν οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τύραννοι, ήταν βέβαια και κάποιοι πολίτες από αυτούς που είχαν διαπράξει βαριά αμαρτήματα. Αυτοί νόμιζαν πως έφτασε η ώρα πια για να ανέβουν επάνω, αλλά το στόμιο δεν τους το επέτρεπε και μούκγριζε κάθε φορά που κάποιος από αυτούς τους αγιάτρευτους ως προς την κακία ή από αυτούς που δεν είχαν τιμωρηθεί αρκετά έκανε προσπάθεια να ανέβει. Μόλις άκουγαν το μουγκρητό, είπε, κάποιοι άνθρωποι άγριοι και φλογισμένοι στην όψη, που ήταν κοντά στις πόρτες και καταλάβαιναν τι σημαίνει το μουγκρητό, άλλους από αυτούς που ήθελαν να ανέβουν τους έπιαναν από τη μέση και τους έδιωχναν μακριά, αλλά τον Αρδιαίο και τους άλλους αφού τους δέσανε μαζί χέρια, πόδια και κεφάλι, τους έβαλαν κάτω και τους έγδαραν, κι ύστερα τους τράβαγαν έξω δίπλα στον δρόμο πάνω σε αγκάθια, ξεσκίζοντας έτσι το σώμα τους και κάθε φορά έλεγαν στους διαβάτες γιατί τους κάνουν έτσι και πως θα τους πάνε να τους ρίξουν στον Τάρταρο». Από τους πολλούς και τους κάθε λογής φόβους είπε που είχαν δοκιμάσει αυτός ήταν ο μεγαλύτερος μήπως δηλαδή ακουστεί και γι’ αυτούς το απαίσιο εκείνο μουγκρητό την ώρα που πήγαινε ο καθένας τους να διαβεί το στόμιο και με πολλή μεγάλη χαρά ανέβαινε ο καθένας σαν έπαψε το μουγκρητό. Αυτές ήταν σχεδόν όλες οι ποινές και οι τιμωρίες, μα και οι ανταμοιβές ήταν ανάλογές τους.

Όταν ο καθένας του συμπλήρωνε εφτά μέρες στο λιβάδι, έπρεπε την όγδοη μέρα να ξεκινήσουν και να πορευτούν και την τέταρτη μέρα έφτασαν σε σημείο από όπου έβλεπαν ένα φως που διαπερνούσε από ψηλά όλο τον ουρανό και τη γη ίσιο σαν κολόνα και παρόμοιο με την ίριδα, όμως λαμπρότερο και διαυγέστερο. Σε αυτό έφτασαν μετά από μίας μέρας πορεία και είδαν εκεί στην μέση του φωτός να είναι οι άκρες των δεσμών του τεντωμένες από τον ουρανό γιατί αυτό το φως ήταν ο σύνδεσμος ουρανού και σαν τα υποζώματα των πολεμικών καραβιών συγκρατούσε την ουράνιο περιφορά.

Από τις άκρες των δεσμών κρεμόταν σφιχτά δεμέν το αδράχτι της Ανάγκης που από αυτό ρυθμίζονται όλες οι περιστροφικές κινήσεις. Ο άξονας αυτού του αδραχτιού και το αγκίστρι είναι από χάλυβα ενώ το σφοντύλι είναι φτιαγμένο από κράμα χάλυβα με άλλα μέταλλα. Η κατασκευή του σφοντυλιού είναι τέτοιου είδους : στο σχήμα του είναι σαν αυτό που έχουμε εδώ από όσα έλεγε ήταν κάπως έτσι: κοίλο και με βαθούλωμα σε ολόκληρο το εσωτερικό του και με ένα άλλο μικρότερο προσαρμοσμένο όπως οι κάδοι που μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλο και με τον ίδιο τρόπο ένα τρίτο και μετά ένα τέταρτο και στη συνέχεια άλλα τέσσερα. Δηλαδή όλα τα σφοντύλια ήταν οκτώ, το ένα ταιριασμένο καλά μέσα στο άλλο που έδειχναν από πάνω το περίγραμμα τους σαν κύκλους και σχημάτιζαν γύρω από τον άξονα μια συνεχόμενη επιφάνεια ενός σφονδυλιού. Εκείνος ο άξονας περνώντας από το κέντρο του όγδοο σφονδυλιού έβγαινε στην άλλη πλευρά. Το πρώτο σφονδύλι είχε το πλατύτερο χείλος από όλα τα άλλα, το έκτο ερχόταν δεύτερο σε κατά το πλάτος του κύκλου, το τέταρτο ερχόταν τρίτο, το όγδοο ερχόταν τέταρτο, πέμππτο το πλάτος του εβδόμου, έκτο ερχόταν το πέμπτο, το τρίτο ήταν έβδομο και το πλάτος του δεύτερου ήταν το όγδοο. Ο κύκλος του μεγαλύτερου σφοντυλιού του εξωτερικού ήταν πλουμιστός του έβδομου λαμπρός, του όγδοο έπαιρνε χρώμα και λάμψη από τον κύκλο του εβδόμου που τον φώτιζε, οι κύκλοι του δεύτερου και του πέμπτου σφοντυλιού είχαν παρόμοια χρώματα σχεδόν, αλλά κάπως ξανθότερα από τους άλλους, ο κύκλος του τρίτου είχε κατάλευκο χρώμα του τετάρτου σχεδόν κόκκινο και του έκτου κύκλου η λευκότητα ερχόταν δεύτερη. Το αδράχτι ολόκληρο γύριζε κατά την ίδια κυκλικά περιστροφή, και μέσα στην συνολική περιστροφή οι εφτά εσωτερικοί κύκλοι γύριζαν με ηρεμία κατά την αντίθετη από το σύνολο κατεύθυνση.

Από αυτούς ταχύτερα κινούνταν ο όγδοος, δεύτεροι έρχονταν μαζί ο έβδομος , ο έκτος και ο πέμπτος. την τρίτη ταχύτητα είχε όπως του φαινόταν ο τέταρτος όπως διέγραφε κύκλο κατά την αντίθετη κατεύθυνση, την τέταρτη ο τρίτος και την πέμπτη ο δεύτερος. Το αδράχτι στρέφονταν το ίδιο ανάμεσα στα γόνατα της Ανάγκης. Και πάνω στον καθένα από αυτούς τους κύκλους καθόταν από μια Σειρήνα, που γύριζε μαζί με αυτούς και έψελνε πάντα με την ίδια φωνή και στον ίδιο τόνο και από τη φωνή των οκτώ σειρήνων γινόταν μια υπέροχη αρμονική συμφωνία. 

Ολόγυρα κάθονταν σε ίση απόσταση μεταξύ τους τρεις άλλες γυναίκες η καθεμιά στον θρόνο της, αυτές ήταν οι κόρες της Ανάγκης, οι Μοίρες, η Λάχεσις η Κλωθώ και Άτροπος, φορούσαν λευκά φορέματα και είχαν στέμματα στο κεφάλι και τραγουδούσαν στον σκοπό των σειρήνων η Λάχεσις τα περασμένα, η Κλωθώ τα παρόντα και η Άτροπος τα μελλοντικά. Η Κλωθώ πιάνοντας με το δεξί της χέρι το αδράχτι κατά διαστήματα, βοηθούσε την εξωτερική του περιστροφή, η Άτροπος με το αριστερό της έκανε το ίδιο για τις εσωτερικές κινήσεις και η Λάχεσις πότε με το ένα χέρι και πότε με το άλλο, βοηθούσε την εξωτερική του περιστροφή και στην εσωτερική περιφορά. Αυτοί λοιπόν μόλις έφτασαν έπρεπε να παρουσιαστούν αμέσως στη Λάχεση. Στην αρχή ένας προφήτης τους τακτοποίησε χωριστά τον ένα από τον άλλο, έπειτα πήρε από τα γόνατα της Λάχεσις κλήρους και πρότυπα τρόπων ζωής κι αφού ανέβηκε πάνω σε ένα ψηλό βήμα είπε:

«Αυτά τα λόγια ανήκουν στην παρθένα Λάχεση, κόρη της Ανάγκης. Ψυχές εφήμερες, αρχίζει για το θνητό γένος μια άλλη περίοδος ζωής που θα καταλήξει στον θάνατο. Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμων με κλήρο αλλά εσείς θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Εκείνος που ο κλήρος του θα βγει πρώτος, ας διαλέξει πρώτος τον τρόπο ζωής του, που θα ακολουθήσει κατ’ ανάγκην. Η αρετή είναι κτήμα χωρίς ιδιοκτήτη, αλλά ανάλογα με την προτίμηση ή την περιφρόνηση που θα δείξει ο καθένας από σας, θα πάρει μεγαλύτερο ή μικρότερο μερίδιο. Η ευθύνη ανήκει σ’ εκείνον που διαλέγει, ο θεός είναι ανεύθυνος.» 

Αφού είπε αυτά, έριξε πάνω σε όλους από ένα κλήρο, και ο καθένας έπαιρνε τον κλήρο που έπεφτε κοντά του, εκτός από αυτόν τον ίδιο, που δεν του επέτρεπε να πάρει. Ο καθένας που πήρε τον κλήρο του έβλεπε ποια σειρά του έτυχε με αυτήν την εκλογή.

Μετά από αυτό, έβαλε μπροστά τους και πάνω στη γη τα πρότυπα των τρόπων ζωής που ήταν πολύ περισσότερα από τους παρόντες και κάθε είδους, βίοι όλων των ζώων και όλων των ανθρώπων. Μέσα λοιπόν σε αυτούς υπήρχαν τυραννίες, άλλες ισόβιες, κι άλλες που στο ενδιάμεσο καταλύονται και ξεπέφτουν στη φτώχεια, στην εξορία και στη ζητιανιά, ήταν και τρόποι ζωής ανθρώπων ονομαστών, άλλων για την εμφάνισή τους, την ομορφιά τους, και όλη την υπόλοιπη ισχύ και την αγωνιστική δύναμή τους, και άλλων για την καταγωγή τους και τις αρετές των προγόνων τους, ήταν ακόμη και τρόποι ζωής όχι ένδοξων ανθρώπων, σε σχέση με τα προηγούμενα αγαθά, καθώς και γυναικών. Μέσα σε αυτά δεν υπήρχε ποιοτική κατάταξη της ψυχής, γιατί είναι αναγκασμένη κάθε ψυχή να γίνει αλλιώτικη, ανάλογα με τον τρόπο ζωής που θα εκλέξει, τα άλλα ήταν ανακατωμένα μεταξύ τους και με πλούτη και με φτώχειες, άλλα με αρρώστιες άλλα με υγείες και άλλα έπαιρναν ενδιάμεση θέση απέναντι όλων. Εδώ λοιπόν καθώς φαίνεται αγαπητέ μου Γλαύκωνα, βρίσκεται όλος ο κίνδυνος για τον άνθρωπο και γι’αυτό το λόγο πρέπει ο καθένας μας αφήνοντας κατά μέρος οποιοδήποτε άλλο μάθημα να φροντίσει να γίνει μαθητής κι ερευνητής του μαθήματος που θα τον κάνει ικανό να ερευνήσει και να μάθει από κάπου ποιός θα τον κάνει ισχυρό και θα του δώσει όλες τις απαιτούμενες γνώσεις να διακρίνει τον καλό και τον κακό τρόπο ζωής, και από όλους τους δυνατούς τρόπους να διαλέγει πάντοτε τον καλύτερο, αφού θα εξετάζει πώς συντελούν στον ενάρετο βίο, όλα όσα μέχρι τώρα είπαμε, είτε όλα μαζί είτε χωριστά το καθένα, σε σχέση με την ενάρετη ζωή. Θα μάθει τι καλό ή τι κακό προξενεί η ομορφιά αναμειγμένη με τη φτώχεια ή με τον πλούτο, και ποια ψυχική δυνατότητα κάνει τον άνθρωπο καλό ή κακό. Θα μάθει τι αποτέλεσμα φέρνουν αν ανακατωθούν μεταξύ τους οι ευγενικές και οι όχι ευγενικές καταγωγές, η ιδιωτική ζωή και η ανάληψη της αρχής, οι σωματικές δυνάμεις και αδυναμίες, η ευχέρεια για μάθηση και η δυσκολία της, και γενικά όλα τα παρόμοια που μπορεί να έχει η ψυχή ως έμφυτα ή ως επίκτητα, ώστε λογαριάζοντας όλα αυτά να μπορεί να διαλέγει αποβλέποντας στη φύση της ψυχής, ανάμεσα στον χειρότερο και στον καλύτερο τρόπο ζωής, ονομάζοντας χειρότερο αυτόν που θα οδηγήσει την ψυχή προς την αδικία και καλύτερο αυτόν που θα την κάνει δικαιότερη και για όλα τα άλλα θα αδιαφορήσει. Γιατί είδαμε πως αυτή είναι η καλύτερη εκλογή και για τον ζώντα και για τον νεκρό. Πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος που έχει αυτή την άποψη στερεή σαν χαλύβδινη, να κατεβαίνει στα μέρη του Άδη, για να μην μείνει έκθαμβος μπροστά στα πλούτη και τα παρόμοια κακά, και για να μην προξενήσει πολλά και ανυπόφορα κακά στους άλλους, πέφτοντας στην τυραννία και σε άλλες τέτοιες πράξεις αλλά και να μην πάθει ο ίδιος χειρότερα, πρέπει να γνωρίζει να διαλέγει τον τρόπο ζωής που βρίσκεται στο ενδιάμεσο αυτών και να αποφεύγει τις υπερβολές είτε προς τη μια κατεύθυνση είτε προς την άλλη, και σε όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής του όσο είναι δυνατόν αυτό, και ακόμα σε ολόκληρη τη μελλοντική ζωή του. Γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος γίνεται ευδαιμονέστατος.

Και όπως ανακοίνωσε ο αγγελιαφόρος του κάτω κόσμου, ο προφήτης τότε τους πρόσθεσε και αυτόν τον λόγο: «Εκείνος που θα έρθει τελευταίος στη σειρά να διαλέξει, να διαλέξει με φρόνηση και ζει με αυστηρό τρόπο, υπάρχει τρόπος ζωής ευχάριστος και όχι άσχημος. Ούτε και ο πρώτος στην εκλογή να παραμελήσει να δώσει την ανάλογη προσοχή, ούτε κι ο τελευταίος να απελπιστεί.» Αφού είπε αυτά, εκείνος που του έτυχε ο κλήρος να διαλέξει πρώτος πήγε κι άρπαξε τη μεγαλύτερη τυραννία, και από την απερισκεψία του και την απληστία του διάλεξε χωρίς να εξετάσει τα πάντα με προσοχή, κι έτσι δεν κατάλαβε πως μέσα σε εκείνα που διάλεξε ήταν πεπρωμένο να φάει τα παιδιά του, καθώς και άλλες συμφορές. Κι αφού εξέτασε με προσοχή την εκλογή του, άρχισε να κλαίει και να οδύρεται γι αυτή, χωρίς να αναλογίζεται όσα πριν τους είχε πει ο προφήτης. Γιατί δεν κατηγορούσε τον εαυτό του για τα κακά που διάλεξε αλλά την τύχη και τους θεούς και οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του. Αυτός λοιπόν, ήταν από εκείνους που ήρθαν από τον ουρανό και είχε ζήσει κατά την προηγούμενή ζωή του σε μια πολιτεία καλά οργανωμένη και είχε αποκτήσει την αρετή από εθισμό χωρίς τη φιλοσοφία. Και μπορεί να ειπωθεί ακόμα πως οι πιο πολλοί που πιάνονταν σε τέτοια δεινά ήταν όσοι είχαν έρθει από τον ουρανό, επειδή δεν ήταν ασκημένοι στους πόνους. Εκείνοι όμως που είχαν έρθει από την γη, επειδή και οι ίδιοι είχαν υποφέρει κόπους κι επειδή είχαν δει κι άλλους να έχουν βασανιστεί, δεν έκαναν την εκλογή τους με βιασύνη. Γι αυτό τον λόγο λοιπόν και εξαιτίας επίσης της τύχης του κλήρου γίνεται σε πολλές ψυχές μεταβολή των καλών και των κακών γιατί αν κάποιος κάθε φορά που έρχεται στην επίγεια ζωή, μπορεί να επιδοθεί στην ορθή φιλοσοφία και αν ο κλήρος της εκλογής δεν τον φέρει στους τελευταίους φαίνεται πως από όσα αναγγέλλονται από εκεί, όχι μόνο εδώ στη γη μπορεί να ζει ευτυχισμένος αλλά και η πορεία που θα ακολουθήσει από δω στον άλλον κόσμο και το αντίστροφο, δεν θα είναι υπόγεια και τραχιά αλλά ομαλή και ουράνια.

Γιατί αυτό είπε το θέμα αξίζει να δει κανείς, πώς διάλεγε δηλαδή η κάθε ψυχή τον τρόπο ζωής της, ήταν θέαμα κι ελεεινό να το βλέπει κανείς και γελοίο και παράδοξο. Αλλά η εκλογή γινόταν κυρίως σύμφωνα με τις συνήθειες της προγενέστερης ζωής. Γιατί είδε, καθώς έλεγε, την ψυχή που κάποτε ήταν του Ορφέα να διαλέγει τη ζωή του κύκνου, επειδή δεν ήθελε να ξαναγεννηθεί έχοντας συλληφθεί μέσα σε γυναίκα, αφού τις μισούσε επειδή τον σκότωσαν. Είδε την ψυχή του Θαμύρου να διαλέγει τη ζωή του αηδονιού, είδε κι έναν κύκνο να αλλάζει, διαλέγοντας ανθρώπινη ζωή, καθώς και άλλα μουσικά ζώα το ίδιο. Η ψυχή που ήταν εικοστή στη σειρά διάλεξε τη ζωή ενός λιονταριού, τούτη ήταν η ψυχή του Αίαντα του Τελαμώνιου που απέφυγε να γίνει άνθρωπος γιατί θυμόταν την κρίση για τα όπλα. Μετά από αυτή την ψυχή ακολούθησε η ψυχή του Αγαμέμνονα είχε κι αυτή έχθρα για όσα υπέφερε από το ανθρώπινο γένος και άλλαξε διαλέγοντας τη ζωή αετού. Στη μέση έτυχε να πέσει ο κλήρος της ψυχής της Αταλάντης που αφού αντίκρισε τις μεγάλες τιμές κάποιου αθλητικού άνδρα, δεν μπόρεσε να το προσπεράσει αλλά το διάλεξε.. Μετά από αυτή είδε την ψυχή του Επειού γιού του Πανοπέα να παίρνει τη φύση εργάτριας γυναίκας. Πιο μακριά ανάμεσα στους τελευταίους κατάφερε να δει την ψυχή του Θερσίτη του γελωτοποιού να ντύνεται τη σάρκα πιθήκου, και κατά τύχη, είδε και την ψυχή του Οδυσσέα που της είχε πέσει ο τελευταίος κλήρος να πηγαίνει να διαλέξει και από την ανάμνηση των βασάνων που πέρασε πάνω στη γη είχε κοπεί η φιλοδοξία της και γύριζε πολλή ώρα ζητώντας τη ζωή ενός ανθρώπου απλού δίχως πολλά έργα και μόλις τη βρήκε να είναι κάπου περιφρονημένη από όλες τις άλλες ψυχές βλέποντάς τη φώναξε πως θα έκανε την ίδια εκλογή κι αν ακόμα είχε τον πρώτο κλήρο, και την πήρε με πολλή ευχαρίστηση. Και που τα άλλα θηρία επίσης πολλά περνούσαν στην ανθρώπινη ζωή, άλλαζαν μεταξύ τους και τα άδικα έπαιρναν τη ζωή των αγρίων ενώ τα δίκαια τη ζωή ήμερων ζώων και γινόταν μεταξύ τους κάθε είδους ανάμειξη.

Αφού λοιπόν όλες οι ψυχές είχαν διαλέξει τον τρόπο ζωής τους, με την ίδια σειρά που τους είχε δώσει ο κλήρος, πήγαιναν μπροστά στη Λάχεση. Εκείνη έδινε στην καθεμιά τον δαίμονα που διάλεξε, για να την προστατεύει στη ζωή της και να εποπτεύει στην εκτέλεση των υποχρεώσεων που διάλεξε κάθε ψυχή. Αυτός ο δαίμονας οδηγούσε αρχικά την ψυχή στην Κλωθώ κάτω ακριβώς από το χέρι της και στο στριφογύρισμα του Αδραχτιού για να επικυρώσει έτσι τη μοίρα ου διάλεξε η ψυχή. Μετά την επαφή με το αδράχτι έφερνε την ψυχή εκεί όπου έγνεθε η Άτροπος κάνοντας έτσι αμετάκλητα όσα είχαν κλωστεί κι από εκεί χωρίς να γυρίσουν πίσω πήγαιναν και περνούσαν κάτω από τον θρόνο της Ανάγκης κι έβγαιναν από την άλλη μεριά.


Όταν πέρασαν και οι υπόλοιποι ξεκίνησαν όλοι μαζί προς το πεδίο της Λήθης μέσα από φοβερή και αποπνικτική ζέστη. Γιατί αυτό το πεδίο ήταν εντελώς χέρσο από δέντρα και από όσα βλαστάνει η γη. Αφού έφτασε το βράδυ κατασκήνωσαν κοντά στον ποταμό Αμέλητα που το νερό του κανένα αγγείο δεν μπορεί να κρατήσει. Κάθε ψυχή λοιπόν ήταν αναγκασμένη να πιει ορισμένη ποσότητα από το νερό αυτό, αλλά όσοι δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν από τη φρόνηση έπιναν περισσότερο από το καθορισμένο. Όποιος όμως κάθε φορά έπινε περισσότερο, λησμονούσε τα πάντα. Όταν κοιμήθηκαν πια κι ήρθαν μεσάνυχτα, ακούστηκε βροντή κι έγινε σεισμός και ξαφνικά από το σημείο που βρίσκονταν τινάχτηκαν προς τα πάνω στον κόσμο της γένεσης σαν διάττοντα αστέρια. Εκείνο δεν τον άφησαν αν πιει νερό, όμως από πού και πώς έφτασε στο σώμα του δεν το γνώριζε, αλλά ξαφνικά το πρωί σαν άνοιξε τα μάτια του, είδε τον εαυτό του ξαπλωμένο στην πυρά.




Δεν υπάρχουν σχόλια: